παρεξαμείβω

παρεξαμείβω
Α
1. παραπλέω
2. βαδίζω κοντά σε κάποιον («Πηλιάδας δὲ παρεξήμειβον ἐριπνάς», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐξαμείβω «διαβαίνω από έναν τόπο, αποσύρομαι, φεύγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”